ψαλμωδία — η 1. το να ψέλνει κανείς εκκλησιαστικούς ύμνους, υμνολογία. 2. μεμψιμοιρία, κλάψα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
στιχολογία — ἡ, ΜΑ [στιχολόγος] 1. απαγγελία στίχων («ὑπὲρ μισθοῡ στιχολογίας», πάπ.) 2. εκκλ. α) κατά στίχο ψαλμωδία ή εμμελής ανάγνωση τών ψαλμών ή τών βιβλικών ωδών β) απαγγελία, σε αντιδιαστολή προς την ψαλμωδία … Dictionary of Greek
ψαλμωδικός — ή, ό, Ν [ψαλμωδός] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ψαλμωδία. επίρρ... ψαλμωδικώς / ψαλμωδικῶς, ΝΜ, και ψαλμωδικά Ν κατά τον τρόπο ψαλμωδίας, με ψαλμωδία … Dictionary of Greek
salmodia — (Del gr. psalmodia < psalmos, salmo + aeido, cantar.) ► sustantivo femenino 1 RELIGIÓN Canto usado en la iglesia para los salmos. 2 MÚSICA coloquial Canto monótono y sin inflexiones de voz. 3 coloquial Petición molesta y constante: ■ ya estoy… … Enciclopedia Universal
PSALMUS — a Cantico qui differat, exonit Augustin. in Psalm. 67. Inter Psalmum et canticum hoc interest, quod Canticum ore profertur, Psalmus autem visibili organô adhibitô, i. e. Psalteriô, canitur. Quod eonfirmat Gregorius Nyssenus Tract. 2. in Psalm. c … Hofmann J. Lexicon universale
ευόφθαλμος — εὐόφθαλμος, ον (ΑΜ) αυτός που έχει ωραία μάτια αρχ. 1. αυτός που έχει οξύ βλέμμα 2. αυτός που είναι ευχάριστος στο βλέμμα των άλλων, που έχει ευχάριστη θέα, ο καλοκοίταχτος 3. αυτός που γίνεται με άγρυπνα μάτια («εὐόφθαλμος ψαλμωδία») 4. (μτφ.… … Dictionary of Greek
ισοκράτης — (Αθήνα 436 – 338 π.Χ.). Αθηναίος ρήτορας. Καταγόταν από εύπορη οικογένεια του δήμου Ερχιάς (κοντά στα σημερινά Σπάτα), όπου ο πατέρας του είχε εργαστήριο κατασκευής αυλών. Δέχτηκε επιμελημένη αγωγή, αποφασιστικός σταθμός της οποίας υπήρξε η… … Dictionary of Greek
προλημματισμός — ὁ, Μ προπαρασκευαστική άσκηση στην ψαλμωδία. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + λημματισμός «κέρδος, ωφέλεια»] … Dictionary of Greek
στιχολογώ — έω, ΜΑ [στιχολόγος] 1. απαγγέλλω στίχους («νυκτὸς καὶ ἡμέρας στιχολογῶν», πάπ.) 2. απαγγέλλω ψαλμούς χωρίς ψαλμωδία («ἡ πρώτη ὥρα οὐ στιχολογεῑται ἀλλὰ μόνον ψάλλεται», Τριώδ. Κανών) … Dictionary of Greek
τερερίζω — Ν [τερερέμ] 1. παρατείνω εκκλησιαστική ψαλμωδία με τερερέμ 2. συνεκδ. ψάλλω ή τραγουδώ με τρεμουλιαστή φωνή … Dictionary of Greek